- τετραπαλαι
- τετράπαλαιτετρά-πᾰλαι(ρᾰ) adv. чрезвычайно давно Anth.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τετράπαλαι — four times long ago indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράπαλαι — Α επίρρ. πάρα πολύ παλιά, πριν από πολύ χρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τετρ(α) * + πάλαι] … Dictionary of Greek
Heraklit von Halikarnassos — (altgriechisch Ἡράκλειτος ὁ Ἁλικαρνασσεύς, latinisiert Heraclitus Halicarnassensis, * um 320 v. Chr. in Halikarnassos; † um 260 v. Chr.) war ein hellenistischer Dichter und Verfasser von Elegien aus Karien in der heutigen Türkei. Über sein Leben… … Deutsch Wikipedia
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek